Ορολογία
Κακοήθης νεοπλασματική νόσος του λεμφικού συστήματος.
Οίδημα μετά από τραυματισμό ή χειρουργική επέμβαση στη πάσχουσα περιοχή.
Μαλακό οίδημα, μερικές φορές επώδυνο, στους αστραγάλους μέχρι και τη πρόσθια επιφάνεια της κνήμης.
Η ανώμαλη κατανομή του λιπώδους ιστού που προσβάλλει τη περιοχή του σώματος από τις λαγόνιες ακρολοφίες έως τη ποδοκνημική και τα άνω άκρα.
Ειδική επίδεση με συμπιεστικούς επιδέσμους χαμηλής διάτασης και αφρώδη γεμίσματα που αυξάνουν τη ροή της λέμφου.
Η διευκόλυνση της λεμφικής κυκλοφορίας μέσω ειδικών χειρισμών μάλαξης.
Το οίδημα ενός τμήματος του σώματος που προκαλείται από την ανώμαλη συσσώρευση του λεμφικού υγρού.
Τα υγρά των ιστών του σώματος που εισέρχονται στα λεμφαγγεία από το μεσοκυττάριο χώρο.
Σταθμοί διήθησης και φιλτραρίσματος της λέμφου.
Μεταφέρουν τη λέμφο από τη περιφέρεια προς τους κεντρικότερους λεμφαδένες παράλληλα με το κυκλοφορικό σύστημα.