Στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πολυπλοκότητα του χρόνιου μυοσκελετικού πόνου, το Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο φαίνεται πως επικρατεί.
Ως χρόνιος πόνος ορίζεται ο επίμονος πόνος που διαρκεί περισσότερο από τρεις μήνες. Η νέα διεθνής ταξινόμηση ασθενειών (ICD-11) προσδιορίζει δυο μορφές χρόνιου μυοσκελετικού πόνου (chronic musculoskeletal pain -CMP): τον πρωτοπαθή και τον δευτεροπαθή. Ο πρωτοπαθής χρόνιος μυοσκελετικός πόνος είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν προκαλείται από μια συγκεκριμένη ασθένεια. Ο χρόνιος δευτερογενής μυοσκελετικός πόνος είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης κατάστασης κάπου στο σώμα, που προκαλεί επίμονη νοσηρότητα και αποδίδεται σε τοπικούς ή συστημικούς λόγους. Μπορεί να προκαλείται από φλεγμονή, δομικές ανωμαλίες, ή τις εμβιομηχανικές επιπτώσεις παθήσεων του νευρικού συστήματος. Το γεγονός ότι η συχνότητα εμφάνισης φαίνεται να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της επίδρασης πολλών μεταβλητών, όπως οι αλλαγές στην περιβαλλοντική έκθεση και/ή άλλων ψυχοκοινωνικών παραγόντων κινδύνου, υποδεικνύει ότι ο χρόνιος μυοσκελετικός πόνος είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία: το μοντέλο συμπεριφοράς βασιζόμενο στην προσπάθεια αποφυγής τού πόνου (ή μοντέλο FA -Lenthem et al. 1983), η ευαισθητοποίηση στον πόνο, οι γνωστικές διαστρεβλώσεις, η μελαγχολία, οι δυσκολίες στον ύπνο, η εξάντληση, η ανησυχία, η μεγέθυνση της αξίας της απειλής τού πόνου, και η αγωνία από τις ψυχοκοινωνικές διαστάσεις της υγείας μπορούν να συμβάλλουν στην εμφάνιση χρόνιου μυοσκελετικού πόνου. Σε αυτό το σημείο, το κύριο ζήτημα είναι να γίνει μια πολύ εστιασμένη έρευνα για τον εντοπισμό των παραγόντων κινδύνου και την ανάπτυξη προληπτικών μέτρων.
Υπάρχουν μέτριες ενδείξεις ότι μια διεπιστημονική προσέγγιση είναι πιο αποτελεσματική από την απουσία θεραπείας, ή άλλες ενεργές θεραπείες για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση του χρόνιου μυοσκελετικού πόνου. Ο χρόνιος πόνος, εξ ορισμού, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με το Βιοϊατρικό μοντέλο. Αντίθετα ο ασθενής πρέπει να αναπτύξει δεξιότητες απαραίτητες για τη διαχείριση της μακροχρόνιας δυσφορίας του σε ένα αποδεκτό επίπεδο. Είναι ζωτικό να δοθεί ανάλογη προσοχή στα ψυχοκοινωνικά παράπονα που συνήθως συνοδεύουν τον μακροχρόνιο πόνο. Τα διεπιστημονικά προγράμματα, που είναι καλά δομημένα, είναι χρήσιμα, αλλά ταυτόχρονα ακριβά, χρονοβόρα και δύσκολα στη διαχείριση. Οι συνδυαστικές θεραπείες απαιτούν περισσότερη μελέτη για να επικυρωθούν στην κλινική πρακτική.
Πριν από την έναρξη θεραπείας προτείνεται μια πλήρης κλινική βιο-ψυχο-κοινωνική αξιολόγηση. Οι συνεδρίες επιβάλλεται να είναι πολυεπίπεδες, διαδραστικές και επικεντρωμένες στις βιοψυχοκοινωνικές αλληλεπιδράσεις τού ασθενή. Είναι, επίσης, απαραίτητο να έχει ο θεραπευτής πλήρη κατανόηση της νευροφυσιολογίας τού χρόνιου πόνου.
Μελέτες σχετικά με την αερόβια άσκηση και τις ασκήσεις με αντίσταση έχουν δώσει θετικές ενδείξεις, παρότι υπάρχει σημαντική ασάφεια σχετικά με τον τρόπο αποτελεσματικής εφαρμογής αυτών των ευρημάτων στη συνταγογράφηση της άσκησης. Μία σημαντική πτυχή τής κλινικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων για τη θεραπεία τού πόνου είναι να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία τού ασθενή στον πόνο. Επιπλέον, η παροχή τεκμηριωμένης συνταγογράφησης για την άσκηση, στο πλαίσιο ενός σύνθετου προγράμματος αποκατάστασης, είναι πιο επιτυχής από μια καθορισμένη θεραπεία.
Στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτή η πολυπλοκότητα του χρόνιου μυοσκελετικού πόνου έχουν παρουσιασθεί πολυάριθμες προσεγγίσεις. Ωστόσο, έχουν επικριθεί ότι είναι μονοδιάστατες και απλουστευτικές και αποτυγχάνουν να φέρουν αποτελέσματα. Σύμφωνα με το σχέδιο -National Institute for Health and Care Excellence (NICE), κατευθυντήρια γραμμή 2020, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων διαχείρισης του πόνου, ούτε ενδείξεις για κοινωνικές παρεμβάσεις που αφορούν τον χρόνιο πόνο. Η επιτροπή έκανε συστάσεις σχετικά με την ψυχοθεραπεία και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τη θεραπευτική πρακτική. Έκρινε ανεπαρκείς τις ενδείξεις για την Χειροθεραπεία (Manual Therapy) και την Μηχανοθεραπεία. Οι φυσικοθεραπευτές μπορεί να επωφεληθούν από την ενσωμάτωση του πυρήνα της συμπεριφορικής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών στην πρακτική τους.
Άτομα με επίμονο μυοσκελετικό πόνο μπορεί να ωφεληθούν από γενικά προγράμματα αυτοδιαχείρισης, τα οποία υπόσχονται πολλά. Βασικές ικανότητες αυτοδιαχείρισης θα πρέπει να διδάσκονται σε ένα ευρύ φάσμα πρακτικών. Οι πεποιθήσεις, η αυτοαποτελεσματικότητα, η κοινωνική επιρροή, οι γνώσεις και οι δεξιότητες, καθώς και εμβιομηχανικές, ψυχολογικές και ατομικές συνιστώσες θα πρέπει να στοχεύουν στον έλεγχο της πάθησης.
Ο θεραπευτής πρέπει να αναγνωρίζει τη συνεισφορά των βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών/περιβαλλοντικών παραγόντων στον χρόνιο πόνο ως μέρος τής θεραπευτικής πρακτικής. Δηλαδή, να υιοθετήσει το Βιοψυχοκοινωνικό Μοντέλο.
Το Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο έχει μια τεράστια απόκλιση από το Βιοϊατρικό μοντέλο, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας του ασθενούς στην υγεία και την ασθένεια. Ακριβώς λόγω της ενσωμάτωσης στο μοντέλο αυτό στοιχείων μη βιολογικών, αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη ώστε να γίνουν αντιληπτές και να αποκτήσουν τη δική τους ορολογία θεραπευτικές προσεγγίσεις εστιασμένες στο πνεύμα/σώμα (mind/body), όπως για παράδειγμα η Κρανιοϊερή Θεραπεία (craniosacral therapy) του Dr John Upledger.
Το Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο δεν προορίζεται να είναι μια απόκλιση από την επιστήμη, αλλά μια έκκληση για την επέκταση της επιστημονικής κατανόησης, ώστε να συμβάλλει στην σφαιρική αντιμετώπιση των προκλήσεων ενός ασθενή που βρίσκεται σε προσαρμοστική εξάντληση, ή χρόνια εξάντληση.
Οι ασυμμετρίες μπορεί να αποτελούν αιτία πόνου και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η εξισορρόπηση του σώματος με την ελαχιστοποίηση των ασυμμετριών θα βελτιστοποιήσει τη μηχανική του σώματός, ενώ μπορεί να αποτρέψει σοβαρά προβλήματα πόνου στην πορεία.
Η βρεφική ηλικία χαρακτηρίζεται από αδέξια, μη ορθολογική ομόπλευρη κινητική συμπεριφορά. Η απορρέουσα ασυντόνιστη κίνηση συνεχίζεται μέχρι να αρχίσει το βρέφος να μπουσουλάει σταυρωτά. Αυτό το νέο μοτίβο αντίθετης κίνησης αναδιοργανώνει στη συνέχεια το κεντρικό νευρικό του σύστημα, ώστε όλα τα σωματικά συστήματα να συνεργάζονται ομαδικά.
Ο στόχος αυτής της τεχνικής είναι η πρόκληση χαλάρωσης ενός μυός ή μιας μυϊκής ομάδας, η υπερτονία της οποίας θεωρείται ότι είναι η πηγή του πόνου ή/και της απώλειας κινητικότητας σε ένα μέρος του σώματος ή/και σε μια άρθρωση.
Ο πόνος, ως σύμπτωμα, μπορεί να αποδειχτεί ένας δύσκολος γρίφος τόσο για τον ασθενή, όσο και για τον θεραπευτή. Η απάντηση βρίσκεται στην όσο το δυνατόν καλύτερη ευθυγράμμιση του σκελετού. Δηλαδή να ισορροπήσει, μέσω ήπιας κινητοποίησης, το κεφάλι στον αυχένα και η λεκάνη με τα πόδια.
Χειρισμοί πίεσης πέντε γραμμαρίων ή λιγότερο συνδέουν τον θεραπευτή με το σύστημα της περιτονίας και μέσω αυτής με κάθε τμήμα του σώματος, καταπολεμώντας συμπτώματα ασθενειών μερικά εκ των οποίων είναι χρόνια.
Τεχνικές χειροθεραπείας και άσκηση με βαθύ κάθισμα δύνανται να μειώσουν τις μυϊκές ανισορροπίες που σχετίζονται με τον πόνο στη μέση.
Η Κρανιοϊερή θεραπεία χρησιμοποιεί ένα διευρυμένο Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο για την υγεία και την ασθένεια, με στόχο την ενδυνάμωση της ικανότητας του ασθενή στην ίαση.
Η συντηρητική διαχείριση του πόνου στη μέση με τεχνικές σπονδυλικής ανάταξης και κινητοποίησης, συμπληρωματικά της ιατρικής θεραπείας, βελτιώνει την λειτουργική ικανότητα, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα της.
Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι οι αναρριχητές βράχου εμφανίζουν υψηλό ποσοστό αρθρίτιδας στον ώμο.
Ατλαντο-ινιακή ένωση:
μια αμφίδρομη σχέση
Συνδεθείτε με τα κοινωνικά μας δίκτυα "Social Media" και ανακαλύψετε τις νεότερες πληροφορίες
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 287 guests και κανένα μέλος
ΑΛΚΙΜΑΧΟΥ 3 - 5 / 11634 / ΑΘΗΝΑ